τραγικός

τραγικός
-ή, -ό / τραγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» — η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία
β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο τραγικός
ποιητής τραγωδιών («οι τρεις μεγάλοι τραγικοί τής αρχαιότητας: Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης»)
3. φρ. «τραγική ποίηση» — η ποίηση τής τραγωδίας
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που είναι για λύπηση, αξιοθρήνητος («είναι τραγική φυσιογνωμία»)
2. (για πράγμ., καταστάσεις) αυτός που προκαλεί λύπη ή έλεος (α. «τραγικός θάνατος» β. «τραγικά γεγονότα»)
3. το ουδ. ως ουσ. το τραγικό
(φιλοσ.) κατηγορία τής αισθητικής που εκφράζει τη διαλεκτική τής ελευθερίας και τής ανάγκης, τις αντιθέσεις τής κοινωνικής ζωής, τον αγώνα τού καλού με το κακό
4. φρ. α) «τραγική ειρωνεία» — τεχνική τού δράματος κατά την οποία ο τραγικός ήρωας αγνοεί σημαντικά γεγονότα ή, γενικότερα, στοιχεία που σχετίζονται με τη ζωή και την τύχη του τη στιγμή που ο θεατής τά γνωρίζει από πριν, γεγονός που τού προκαλεί αγωνία για την τύχη τού τραγικού ήρωα αλλά και για την τελική έκβαση τού μύθου
β) «τραγικός χορός» — ομάδα, συνήθως γερόντων, που έψαλλε τα χορικά τής τραγωδίας ενώ συχνά συμμετείχε και στην εξέλιξη τού μύθου
γ) «τραγικός ποιητής» — ποιητής που έγραφε τραγωδίες, ο τραγικός
δ) «τραγικός ήρωας» — ο κεντρικός πρωταγωνιστής μιας τραγωδίας, πρόσωπο ευγενικής καταγωγής που χαρακτηρίζεται συνήθως από μια ανθρώπινη αδυναμία εξαιτίας τής οποίας χωρίς να τό ξέρει έρχεται σε αντίθεση με τον θείο νόμο ή την ηθική αντίληψη και οδηγείται έτσι μοιραία στην πτώση ή στην καταστροφή του
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράγο ή ο όμοιος με τράγο («τὸ ψευδὲς τραχὺ καὶ τραγικόν», Πλάτ.)
2. (με αρνητική σημ.) α) κομπαστικός, πομπώδης
β) αυτός που μιλά ή απαγγέλει με πομπώδες ύφος
3. αυτός που έχει ύφος παραπονετικό, παραπονιάρης
4. μτφ. μεγαλοπρεπής, επίσημος («διὰ τὸ σεμνὸν... καὶ τραγικόν», Αριστοτ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) α) «τραγικὸς πίθηκος» — παροιμιώδης φράση για εκείνους που περηφανεύονται για τον εαυτό τους χωρίς να τό αξίζουν
β) «μεστὸς συμφορᾶς»
6. (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ τραγικὴ ή τὰ τραγικά
η τραγική ποίηση
7. φρ. α) «τραγικὸς ἀνήρ» — ο τραγωδός (Πλάτ.)
β) «τραγική σπουδή» — η σπουδαιότητα τής τραγωδίας (Πλάτ.)
γ) «τραγικὸς λῆρος» — τα πλούσια και πομπώδη ενδύματα τών υποκριτών, τών ηθοποιών τής τραγωδίας (Αριστοφ.)
δ) «τραγικώτατος τών ποιητών»
(στον Αριστοτ.) ο Ευριπίδης.
επίρρ...
τραγικώς / τραγικῶς ΝΜΑ, και τραγικά Ν
με τραγικό ύφος ή με τραγικό τρόπο, όπως στην τραγωδία
νεοελλ.
φρ. «πολύ τραγικά μάς τά λες» — δίνεις υπερβολικό χρωματισμό στην αφήγησή σου, υπερβάλλεις, μεγαλοποιείς τα πράγματα
αρχ.
φρ. «οἰκῶ τραγικῶς» — ζω με λαμπρότητα, με πολυτέλεια (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος. Η λ. στην Αττική χρησιμοποιήθηκε αντί τού επιθ. τραγῳδικός (πρβλ. το ζεύγος κωμικός: κωμῳδικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τραγικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την τραγωδία, δραματικός: Τραγική ποίηση. 2. αυτός που προκαλεί τη λύπη, συνταραχτικός, αξιοδάκρυτος: Τραγικά γεγονότα. 3. το αρσ. ως ουσ., τραγικός ο ποιητής τραγωδιών, ο τραγικός ποιητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραγικά — τραγικός of neut nom/voc/acc pl τραγικά̱ , τραγικός of fem nom/voc/acc dual τραγικά̱ , τραγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγικώτερον — τραγικός of adverbial comp τραγικός of masc acc comp sg τραγικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγικῶν — τραγικός of fem gen pl τραγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγικόν — τραγικός of masc acc sg τραγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγικώτατα — τραγικός of adverbial superl τραγικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόφρων — Τραγικός ποιητής από τη Σικυώνα, που έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Είχε γράψει πάνω από 100 τραγωδίες, αλλά δε σώθηκαν παρά τρία αποσπάσματα της Μήδειας, που φαίνεται πως είναι και η σπουδαιότερη. Ο Ν. είναι ο εισηγητής στο θέατρο των… …   Dictionary of Greek

  • πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… …   Dictionary of Greek

  • Σωσίθεος — Τραγικός ποιητής που έζησε τον 3o π.Χ. αι. στην Αθήνα και την Αίγυπτο, ένας από τους ποιητές της Αλεξανδρινής πλειάδας. Διασώθηκε απόσπασμα του σατιρικού του δράματος Δάφνις ή Λοτιέρσας. Σώθηκαν επίσης στίχοι του από το σατιρικό έργο του Εξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”